Δεν θα ήταν πάνω από δέκα χρονών ο μικρός Γιώργος όταν αποφάσισε παραμονή του Αγίου Αντωνίου να πάει στον Άγιο Αντώνιο στο Γερμί,κοντά ατο Αιβαλή,μακρινή περιοχή της Λάρισας ,προσκυνητής αυτή τη φορά. Λαχταρούσε να ξαναβρεθεί στο Γερμί στην μικρή εκκλησία εκεί με τις πολλές αναμνήσεις για να προσκυνήσει και να παρακολουθήσει τη Θεία Λειτουργία.Είχε μείνει στην περιοχή αυτή σαρανταπέντε (45) ημέρες με τους γονείς του και τα αδέλφια του, όταν φευγάτοι από τους Γερμανούς βρήκαν καταφύγιο εκεί.Η καλή του μητέρα του έδωσε μια ζεστή κουβέρτα για τη νύχτα μαζί με την ευχή της.Δυστυχώς η άμαξα που θα πήγαινε δεν έκανε το δρομολόγιο,και ο μικρός θα πήγαινε μόνο με έναν συμπατριώτη του.Και ξεκίνησαν καβάλα στο άλογο ο συμπατριώτης ,πεζός ο μικρός.Κι ήταν μεγάλη η απόσταση,τέσσερες με πέντε ώρες.Και υπήρχαν λάσπες,λάσπες που βούλιαζαν τα πόδια. Ο μικρός δεν βαρυγγόμισε.Έβγαλε τα παπούτσια του για να μην τα λερώσει και περπατούσε ξυπόλητος μέσα στις λάσπες.Ο καβαλάρης συνταξιδιώτης ούτε για λίγα λεπτά δεν ανέβασε τον μικρό στο άλογο.Δεν το σκέφτηκε άραγε; ποιος ξέρει. Ήταν όμως τόση η λαχτάρα του παιδιού να πάει στον Άγιο πού ούτε κούραση ένοιωθε ,ούτε κρύο.Σαν φθάσανε στο Γερμί βούρκωσαν τα ματάκια του από χαρά.Η καρδούλα του κτυπούσε δυνατά,το κορμάκι του ζεστάθηκε,τα πόδια του δεν πατούσαν στη γή. Έκανε ευλαβικά το σταυρό του,προσκύνησε τις εικόνες και στο νού του ήλθαν όλα εκείνα πού έζησε στην περιοχή.Το πρωί ο μικρός παρακολού-θησε τη Θεία Λειτουργία με πολύ ευλάβεια ,κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, προσευχήθηκε στον Άγιο για όλους και για όλα,και με το αντίδωρο ακόμη στο χέρι πήρε το δρόμο του γυρισμού.Ήταν είπαμε κάπου τέσσερις ώρες για να φθάσει στο χωριό του.Ξεκίνησε μόνος,γιατί ο συνταξιδιώτης θα έμενε στην περιοχή άλλη μια μέρα. Ο μικρός προχωρούσε χωρίς να φοβάται.Είδε από μακριά τσοπάνους που έβοσκαν τα πρόβατά τους ,άγρια σκυλιά που φύλαγαν τα κοπάδια,νόμισε πως άκουσε και ουρλιαχτά λύκων μα δεν φοβήθηκε γιατί ήταν τόσο γεμάτος από την παρουσία του Αγίου.Σιγοτραγουδούσε και έψαλλε ό,τι θυμόταν για να κάνει πιο γρήγορη και ευχάριστη την επιστροφή του. Κι όταν σούρουπο έφθασε στο χωριό του και αντίκρυσε το πατρικό του και τη μάνα του να τον περιμένει το κατώφλι γέμισαν τα ματάκια του δάκρυα χαράς…Όταν ύστερα από χρόνια συνάντησα τον μεγάλο πια Γιώργο και τον ρώτησα για κείνη την εποχή και αν φοβήθηκε καθόλου,η απάντηση ήταν :’’Όχι.Ήταν τόση η λαχτάρα μου να φθάσω στον Άγιο και να τον προσκυνήσω που κανένας φόβος δεν πέρασε από το μυαλο μου.Άλλωστε ο Άγγελός μου ήταν δίπλα μου….’’Κι είπα μέσα μου,έτσι μεγαλώσαμε εμείς.Οι μανάδες μας μας μάθαιναν να μη φοβόμαστε,γιατί ο Θεός στάλνει πάντα τους Αγγέλους Του για να μας προστατεύουν…