Συνεχίζω…
ΣΥΝΕΧΙΖΩ .Όπως σας είπα βρέθηκα στο χωριό μου,το Βελεστίνο. Τόπος μικρός,μα πλούσιος σε δόξα και ιστορία. Ο τόπος μου γνώρισε πολέμους,σκληρές μάχες ,όπως τη μάχη του Βελεστίνου το 1897,κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου,τις μάχες με τους Ιταλους και Γερμανούς.Γνώρισε την κατοχή,την πείνα, την ανέχεια,τις λεηλασίες μα έμεινε όρθιο. Τίποτα δεν κατάφερε να νικήσει το φρόνημα των κατοίκων του.
Λιθογραφία με τον πόλεμο του 1897.
Βρέθηκα στην πατρίδα του Ρήγα Βελεστιντί( Φερραίου) του μεγάλου αυτού ανθρώπου,του Εθνεγέρτη,του Μάρτυρα της Ελληνικής Ελευθερίας.θα ξέρετε.βέβαια,πως η δράση του,άνοιξε ΄ναν δρόμο,που τον ακολούθησαν σε λίγα χρόνια,η Φιλική Εταιρία και οι αγωνιστές του 21 με αποτέλεσμα να ξαναγεννηθεί η Ελευθερία στη γή την Ελληνική.Ηζωή,το έργο του,η θυσία του για τα δίκαια και τα ιδανικά της πατρίδας μας,έγιναν οι ωραιότερες ιστορίες με τις οποίες μεγαλώσαμε εμείς τα παιδιά.Κι ο ΘΟΥΡΙΟΣ ΤΟΥ: Ως πότε παλληκάρια να ζούμεν ‘ς τα στενά μονάχοι σαν λιοντάρια……….Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνων σκλαβιά και φυλακή……έγινε το μοναδικό το πιο γλυκό,το πιο όμορφο νανούρισμα των μανάδων μας. Κι είδα μπροστά ψηλά να στέκει αγέροχος πάνω στο αγαλμά του.Κι ήταν σαν ν αγκάλιαζε με τη ματιά τον κόσμο ολόκληρο..Κι άκουσα να φωνάζει στους Τούρκους,λίγο πρίν τον θανατώσουν μαζί με τους συντρόφους του στο Βελιγράδι:”΄Ετσι πεθαίνουν τα παλληκάρια.κι ο σπόρος που προλάβαμε και σπείραμε στο μεταξύ θα φυτρώσει και το Γένος μαςθα θερίσει τον γλυκόν τουκαρπόν.”
Προχωρώντας προς την Εκκλησία της Παναγίας στάθηκα στο χώρο με την προτομή του,εκεί που ήταν το σπίτι του. Κι αφρουγκάστηκα κι άκουσα τη λεβεντομάνα του να του λέει να φανεί αντάξιος του ήρωα πατέρα του ,που σκοτώθηκε από τους Γενίτσαρους.
Φθάνοντας στη Παναγία ειδα τους δυό λόφους «Τη Μαγούλα του Μπακάλη»,και το λόφο «Του Αγίου Αθανασίου ή της Παναγιάς» κεί που βρισκόταν η Ακρόπολη της Της Αρχαίας πολης των Φερρών κι είδα τα λείψανα των οχυρών να απλώνονται πέρα και πέρα..
Και καθώς το μάτι μου έφτανε πέρα στην άκρη ,κει που συνεχίζει ο δρόμος για τη Χλόη είδα ένα από τα σημαντικώτερα μνημεία των Αρχαίων Φερρών,το Ναό του Θαυλίου Διός.
Σε λίγο βρέθηκα στον ‘Αγιο Κωνσταντίνο την Μητρόπολη του Βελεστίνου,την ωραιότερη αρχιτεκτονικά Εκκλησιά και την είδα να πέφτει από τους σεισμούς του 1957.Και το ψηλό κτίριο του ρολογιού( σωστό κομψοτεχνημα) θλιμένο λες από το γκρέμισμα της Εκκλησιάς ,να σωριάζεται δίπλα της. Την ίδια τύχη είχε και το όμορφο σχολειό μας( όμοιο εξωτερικά με το Πανεπιστήμιο των Αθηνών και το Αχαιολογικό Μουσείο)
Κατηφόρησα προς το Κεφαλόβρυσο,το πιο μαγευτικό κομμάτι του Βελεστίνου.Μια αρκετά μεγάλη λιμνούλα, αγκαλιασμένη από πανύψηλα πλατάνια,που μέσα κολυμπούσαν μικρά ψαράκια και που εμείς τα παιδιά,βουτούσαμε και δροσιζόμασταν το καλοκαίρι. Με το νερό του Κεφαλόβρυσου υδρευόταν η πόλη από πολύ παλιά. Από κει παιρναμε νερό για όλες τις ανάγκες μεχρι που «μπήκε»το νερό στα σπίτια μας.Εκεί ‘επλαιναν τις βελέντζες και τα άλλα σκουτιά οι μανάδες μας και οι μεγαλύτερες αδελφές…..Μιά και το Κεφαλόβρυσο βρισκόταν στο κέντρο της πόλης ,ήταν χώρος αναψυχής και περιπάτου,όχι μόνο των Βελεστινιωτών αλλά σχολικών εκδρομών από την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας.Μέσα και έξω από το νερό έβλεπες απομινάρια της αρχαιότητος.Το Κεφαλόβρυσο,η Υπέρεια Κρήνη του Βελεστίνου από την αρχαιότητα μέχρι το 1998 ανάβλυζε άφθονο νερό.
Ο ΣΟΦΟΚΛΗΣ την μνημονεύει ως « σύγγονον ύδωρ…νάμα θεοφιλέστατον.»( νερό γηγενές,πηγήπουαγαπούνπολύοιΘεοί.)
Περνώντας από το Δημαρχείο θαύμασα άλλη μια φορά την ΧΑΡΤΑ του Ρήγα.
Κατηφόρησα προς την Αγορά που βρίσκονταν τα παραδισιακά μπακάλικα κι είδα στα λίγα τραπεζάκια που υπήρχαν απ έξω,να κάθονται και ντόπιοι και βλάχοι και σαρακατσανέοι,ολοι τους με τα γυριστά μουστάκια και τις παραδοσιακές στολές τους,να συζητούν ζωηρά, να γελάνε κι άλλοι να ψηλοτσακώνονται.’Εφταιγε άραγε το κρασάκι ή το τσίπουρο; Ποιος ξέρει…
Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στο Σταθμό.Ένα τρένο έμπαινε κείνη την ώρα στο σταθμό κι ένα άλλο ετοιμαζόταν να φύγει. Ο μαγαζάτορας έτρεχε να προλάβει και τα δυό για να πουλήσει καμιά πορτοκαλαδα και κανένα σουβλάκι.Κάθισα σε μια καρέκλα να πιώ την συνηθισμένη πορτοκαλάδα και να ξεκουραστώ.Μα πιο πολύ κάθισα για να απλαύσω τον όμορφο κήπο του σταθμού,πού όμοιό του δεν είχα δεί πουθενά.
Κι όταν ακούστηκε το τελευταίο σφύριγμα του τρένου πούφευγε,πήρα και γώ σιγά σιγά το δρόμο για το σπίτι.’Ομορφη ήταν και σήμερα η μέρα μου!!!
ΑΡΧΙΖΩ ΝΑ ΔΙΗΓΟΥΜΑΙ
Από καιρό σκεπτόμουν να γράψω μερικά πράγματα για τον τόπο που γενήθηκα, που έζησα,να γράψω κάτι για τους δικούς μου ανθρώπους,τους συγγενείς και τους φίλους. Δεν ήξερα από πού ν αρχίσω.Είναι πολύ σωστό αυτό που λένε:’’ Όποιος κάποτε πολλά έχει να πεί,σε σιγή βυθίζεται πολύ.’’
Αφορμή για το ξεκίνημα μου έδωσαν οι συζητήσεις που είχα κάποτε με τους μαθητές του Β.΄Γυμνασίου Ν . Φιλαδέλφειας.
Σε μια εκδρομή στο Άλσος της Ν. Φιλαδέλφειας μια μεγάλη ομάδα μαθητών της Γ.΄Γυμνασίου με πλησίασαν και μου είπαν: ‘’Κύριε βαρεθήκαμε τις βόλτες και το ποδόσφαιρο. Δεν μας λέτε καμμιά ωραία ιστορία;’’ Τι θέλετε να σας πώ,τα ρώτησα.
Κάποτε ,Κύριε, ήσασταν και σείς παιδί, μαθητής, έφηβος. Πείτε μας κάτι για κείνα τα χρόνια. Συγκρίνονται με τα δικά μας; Μοιάζουν καθόλου ;
Τα κοίταζα, τα κοίταζα χωρίς να μιλάω, χωρίς να τα βλέπω. Κείνη την ώρα πέρασα από μπροστά μου, σαν κινηματογραφική ταινία όλη μου η ζωή…
Κύριε,Κύριε ,είστε καλά; με ρώτησαν ανήσυχα.
Τινάχθηκα ψιθυρίζοντας : θύμισες,θύμισες, γλυκιές θύμισες… Καλά είμαι παιδιά μου. Να για μια στιγμή βρέθηκα στο σπίτι μου στο Βελεστίνο.
ΒΡΕΘΗΚΑ στο σπίτι μου τα φτωχικό, με τα λίγα ,τα απαραίτητα ‘επιπλα.στο απλό μου σπιτάκι,που το χειμώνω έμπαζε από παντού το κρύο.Κι ‘όμως το σπίτι μου ήταν ζεστό.Το ζέσταινε η στοργή και η αγάπη της μάνας,η φροντίδα και το ενδιαφέρον του Πατέρα, η σύμπνοια και η αγάπη των αδελφών μου
ΚΑΙ ΕΙΔΑ τη μάνα και την μεγάλη μου αδελφή να υφαίνουν στον αργαλειό να υφαίνουν καινούργα σκουτιά και τη δεύτερη αδελφή να ετοιμάζει τη χορτόσουπα για το βράδυ που ο πατέρας θαρχόταν από την δουλειά. Και άκουσα το άλογο να χλιμιντρίζει και τον πατέρα να φωνάζει τα μικρότερα να τον βοηθήσουν. Πάντα κάποιο καλούδι είχε να μας φέρει. ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΑ Τις χαρούμενες φωνές των μικρών μου αδελφών που έπαιζαν μια με την πάνινη κούκλα, μια με την χόρτινη μπάλλα…και γελούσαν,γελούσαν , χαίρονταν…
ΕΙΔΑ ΚΑΙ ΜΕΝΑ να κάθομαι κοντά στο παράθυρο προσπαθώντας να γράψω γρήγορα την Αντιγραφή για να επιστρέψω το δανεικό βιβλίο. Τότε τα αγοράζαμε τα βιβλία. Κι αυτό ήταν πολυτέλεια για μένα.Προνόμιο των λίγων.
ΥΣΤΕΡΑ ΕΙΔΑ ΟΛΟΥΣ ΕΜΑΣ να σηκωνόμαστε από το βραδυνό τραπέζι ( τρώγαμε πάντα όλοι μαζί)και να καθόμαστε όλοι μας γύρω από το τζάκι. Πώς την περιμέναμε τούτη την ώρα!Κι η μαμά ‘αρχιζε να μας λέει καινούργιες ιστορίες κάθε φορά.Μας έλεγε για τα κατορθώματα του Οδυσσέα,μας μιλούσε για τους Αγίους, για την Πατρίδα. Με τον τρόπο αυτό προσπαθούσε να μας κάνει σωστους ανθρώπους, καλούς Χριστιανούς.
ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ……….
Γιατί σταματήσατε Κύριε; Πρέπει να μαζευτούμε για να φύγουμε. Δεν ακούτε τη σφυρίχτρα του Γυμναστή; Μα μόλις αρχίσατε…
Σας υπόσχομαι παιδιά σε πρώτη ευκαιρία να απαντήσω σε όλες τις ερωτήσεις σας Εμπρός, φύγαμε….
ΑΛΣΟΣ Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ.