Σ’ ένα χωριό της Λαρίσης κάλεσαν τον Διάκονο Πατέρα Κυπριανό σε μιά πανήγυρη. O Πατήρ Κυπριανός ήταν γνωστός σε όλα τα χωριά της Λαρίσης και στη ευρύτερη περιοχή. Με πήρε μαζί του για να ψάλλω. (ήμουν παιδί ακόμα.)
Την ώρα της Θείας Λειτουργίας κατά την Μεγάλη Είσοδο προπορευόταν ο Διάκος. Όταν έφθασαν στη μέση του Ναού ο Διάκος πήγαινε για την Ωραία Πύλη και ο Ιερέας του χωριού, σεβάσμιος γέρων, επιτάχυνε το βήμα και έπιασε το Ωράριο του Διακόνου. Γύρισε να δεί ο Διάκονος τι συμβαίνει και ο Ιερέας του λέει: «Λαθραίος θα περάσεις εσύ; δεν θα μνημονεύσεις;» Σημειωθήτω ότι η μνημόνευσις γινόταν από τον Ιερέα στη μέση του Ναού κάτω από τον Πολυέλαιο. Αναγκάστηκε ο Διάκος να μνημονεύσει. Όταν τελείωσε η Λειτουργία και η Πανήγυρις, εξήγησε ο Διάκος στον Παπά, ότι ο Διάκος δεν μνημοvεύει, πηγαίνει στην Ωραία Πύλη έχοντας το Άγιο Δισκάριο ακουμπησμένο στο μέτωπο στραμμένος προς το Εκκλησίασμα. Και ο Παπάς του είπε: Πού να τα ξέρω αυτά, Όταν χειροτονήθηκα κανείς δεν μου είπε τίποτα. Μου βάλανε αυτή την ταινία (το Oράριο) που φοράς είπα και δυό τρείς εκφωνήσεις φοβισμένα για να μην κάνω κανένα λάθος και την άλλη Κυριακή με χειροτόνησαν Ιερέα. Και από τότε, τόσα χρόνια, δεν έτυχε να συλλειτουργήσω με Διάκο. Σ’ ευχαριστώ που με διαφώτισες. Να έρχεσαι συχνά για να με συμβουλεύεις. Ο Παπάς ήταν υπόδειγμα. Καθοδηγούσε τον κόσμο με τα λίγα που ήξερε, μα πιο πολύ με το παράδειγμά του και την ταπείνωσή του.