Ξεκίνησε κάποτε ο Θωμάς να πάει σένα μακρινό χωριό δυό μέρες μακριά μετά πόδια. Κείνη την εποχή, λίγοι άνθρωποι είχαν ζώα για να μετακινούνται. Καθώς βάδιζε, συνάντησε κάποιον χωρικό. “Πού πάς, πατριώτη”; τον ρώτησε. “Στο τάδε χωριό “απάντησε ο άλλος. Χάρηκε ο Θωμάς που και ο άλλος πήγαινε στο ίδιο χωριό με κείνον. Θα είχε κάποιον μαζί του. Θα κουβέντιαζαν, θα ξεκουράζονταν μαζί και οι ώρες θα περνούσαν χωρίς να το καταλάβαιναν. Είχε αρχίσει να δύει ο ήλιος. Ψάχνοντας να βρούν κάποιο μέρος για να ξαποστάσουν άκουσαν από μακριά μια καμπάνα που σήμαινε Εσπερινό. Προχώρησαν λίγο κι έφθασαν σένα μικρό χωριό και τράβηξαν για το σπίτι του παπά. Ο καλός παπάς τους δέχθηκε με καλοσύνη και τους φιλοξένησε. Το πρωί αφού ευχαρίστησαν τον παπά, συνέχισαν το δρόμο τους .Δεν είχαν πολύ απομακρυνθεί από το σπίτι όταν ο Θωμάς είδε ότι ο συνοδοιπόρος του είχε στο ταγάρι του ένα βάζο με γλυκό , π ου το είχει πάρει από την κουζίνα του παπά. Συνέχισαν να προχωρούν. Είχε αρχίσει να νυχτώνει όταν έφθασαν σένα μεγάλο χωριό. ‘Ηξεραν ότι ο Πρόεδρος του χωριού ήταν ένας σκληρός άνθρωπος. Καταπίεζε τους χωρικούς και τους έπαιρνε τα λιγοστά υπάρχοντά τους. Δεν έχουμε τίποτε να χάσουμε, είπαν μεταξύ τους. Ας του ζητήσουμε να μας φιλοξενήσει. Ίσως σταθούμε τυχεροί. Πρίν καλά καλά μιλήσουν οι φίλοι μας, ο Πρόεδρος τους έδιωξε. Φεύγοντας ο συνοδοιπόρος έβγαλε από το ταγάρι του το βάζο με το γλυκό και το πρόσφερε στον Πρόεδρο .Εκ είνος το άρπαξε, και χωρίς να πεί ευχαριστώ, άρχισε να το τρώει. Κατάκοποι οι δυό συνοδοιπόροι έφθασαν μεσάνυχτα σε μια φτωχική καλύβα ενός βοσκού. Ο βοσκός τους καλοδέχθηκε, άναψε φωτιά να ζεσταθούν και τους πρόσφερε ζεστό γάλα και ψωμί. Τους άφησε να κοιμηθούν και αυτός έφυγε για τα βοσκοτόπια. Το πρωί ξεκούραστοι οι φίλοι μας ξεκίνησαν για τον προορισμό τους. Είχαν μείνει μόνο δύο με τρείς ώρες δρόμο. Φεύγοντας ο συνοδοιπόρος έβαλε φωτιά στη καλύβα, η οποία κάηκε αμέσως. Αγανάκτησε ο Θωμάς και είπε: Τι σόι άνθωπος είσαι σύ; Κλέβεις τον παπά που μας φιλοξένησε . Χαρίζεις το βάζο με το γλυκό σαυτόν που μας έδιωξε και καις την καλύβα του φτωχού τσοπάνου που μας πρόσφερε απ το υστέρημά του.: Ακου, λέει ο συνοδοιπόρος, σε όλους έκανα καλό. Το βάζο με το γλυκό το πήρα από τον παπά γιατί κάποιος είχει ρίξει δηλητήριο για να πεθάνει και ο παπάς και η οικογένειά του. Το πρόσφερα στον πρόεδρο για να απαλλαγεί το χωριό από τον δυνάστη τους. Την καλύβα την έκαψα για να αναγκασθεί ο βοσκός να κτίσει άλλη. Σκάβοντας ο βοσκός θα βρεί ένα κασελάκι με λίρες κι έτσι θα σωθεί κι αυτός και τα παιδιά του.
Γύρισε ο Θωμάς και έκπληκτος είδε ότι ο συνοδοιπόρος του είχε εξαφανιστεί.
Αγγελος θα ταν, μουρμούρισε ο Θωμάς και συνέχισε το δρόμο του…