ΑΡΧΙΖΩ ΝΑ ΔΙΗΓΟΥΜΑΙ

Από καιρό σκεπτόμουν να γράψω μερικά πράγματα για τον τόπο που γενήθηκα, που έζησα,να γράψω κάτι για τους δικούς μου ανθρώπους,τους συγγενείς και τους φίλους. Δεν ήξερα από πού ν αρχίσω.Είναι πολύ σωστό αυτό που λένε:’’ Όποιος κάποτε πολλά έχει να πεί,σε σιγή βυθίζεται  πολύ.’’

Αφορμή για το ξεκίνημα μου έδωσαν οι συζητήσεις που είχα κάποτε με τους μαθητές του Β.΄Γυμνασίου Ν . Φιλαδέλφειας.
Σε μια εκδρομή στο Άλσος της Ν. Φιλαδέλφειας μια μεγάλη ομάδα μαθητών της  Γ.΄Γυμνασίου με πλησίασαν και μου είπαν: ‘’Κύριε βαρεθήκαμε τις βόλτες και το ποδόσφαιρο. Δεν μας λέτε καμμιά ωραία ιστορία;’’ Τι θέλετε να σας πώ,τα ρώτησα.

1

Κάποτε ,Κύριε, ήσασταν και σείς παιδί, μαθητής, έφηβος. Πείτε μας κάτι για κείνα τα χρόνια. Συγκρίνονται με τα δικά μας; Μοιάζουν καθόλου ;

Τα  κοίταζα, τα κοίταζα χωρίς να μιλάω, χωρίς να τα βλέπω. Κείνη την ώρα πέρασα από μπροστά μου, σαν κινηματογραφική ταινία όλη μου  η ζωή…

Κύριε,Κύριε ,είστε καλά; με ρώτησαν ανήσυχα.

Τινάχθηκα ψιθυρίζοντας : θύμισες,θύμισες, γλυκιές θύμισες… Καλά είμαι παιδιά μου. Να για  μια στιγμή βρέθηκα στο σπίτι μου στο Βελεστίνο.

ΒΡΕΘΗΚΑ στο σπίτι μου τα φτωχικό, με τα λίγα ,τα απαραίτητα ‘επιπλα.στο απλό μου σπιτάκι,που το χειμώνω έμπαζε από παντού το κρύο.Κι ‘όμως το σπίτι μου ήταν ζεστό.Το ζέσταινε η στοργή και η αγάπη της μάνας,η φροντίδα και το ενδιαφέρον του Πατέρα, η σύμπνοια και η αγάπη των αδελφών μου

ΚΑΙ ΕΙΔΑ τη μάνα και την μεγάλη μου αδελφή να υφαίνουν στον αργαλειό να υφαίνουν καινούργα σκουτιά και τη δεύτερη αδελφή να ετοιμάζει τη χορτόσουπα για το βράδυ που ο πατέρας θαρχόταν από την δουλειά. Και άκουσα το άλογο να χλιμιντρίζει και τον πατέρα να  φωνάζει τα μικρότερα να τον βοηθήσουν. Πάντα κάποιο καλούδι είχε να μας  φέρει. ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΑ  Τις χαρούμενες φωνές των μικρών μου αδελφών που έπαιζαν μια με την πάνινη κούκλα, μια με την χόρτινη μπάλλα…και γελούσαν,γελούσαν , χαίρονταν…

ΕΙΔΑ ΚΑΙ ΜΕΝΑ να κάθομαι κοντά στο παράθυρο προσπαθώντας να γράψω γρήγορα την Αντιγραφή για να επιστρέψω το δανεικό βιβλίο. Τότε τα αγοράζαμε τα βιβλία. Κι αυτό ήταν πολυτέλεια για μένα.Προνόμιο των λίγων.

ΥΣΤΕΡΑ ΕΙΔΑ ΟΛΟΥΣ  ΕΜΑΣ να σηκωνόμαστε από το βραδυνό τραπέζι ( τρώγαμε πάντα όλοι μαζί)και να καθόμαστε όλοι μας γύρω από το τζάκι. Πώς την περιμέναμε τούτη την ώρα!Κι η μαμά ‘αρχιζε να μας λέει καινούργιες ιστορίες κάθε φορά.Μας έλεγε για τα κατορθώματα του Οδυσσέα,μας μιλούσε για τους Αγίους, για την Πατρίδα. Με τον τρόπο αυτό προσπαθούσε να μας κάνει σωστους ανθρώπους, καλούς Χριστιανούς.

ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ……….

Γιατί  σταματήσατε Κύριε; Πρέπει να μαζευτούμε για να φύγουμε. Δεν ακούτε τη σφυρίχτρα του Γυμναστή; Μα μόλις αρχίσατε…

Σας υπόσχομαι παιδιά σε πρώτη ευκαιρία να απαντήσω σε όλες τις ερωτήσεις σας Εμπρός, φύγαμε….

2

ΑΛΣΟΣ   Ν.   ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ.